Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτενής
View word page
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυππάζω πύππαξ to make very much of one, to fondle and caress him, Ar.
ShortDef
to make very much of
Debugging
Headword:
ὑπερπυππάζω
Headword (normalized):
ὑπερπυππάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερπυππαζω
IDX:
33829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33868
Key:
u(perpuppa/zw
Data
{'content': 'ὑπερπυππάζω\n πύππαξ\n to make very much of one, to fondle and caress him, Ar.', 'key': 'u(perpuppa/zw'}