Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
View word page
ὑπέρπτωχος
ὑπέρπτωχος ὑπέρ-πτωχος, ον, exceeding poor, Arist.

ShortDef

exceeding poor

Debugging

Headword:
ὑπέρπτωχος
Headword (normalized):
ὑπέρπτωχος
Headword (normalized/stripped):
υπερπτωχος
IDX:
33828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33867
Key:
u(pe/rptwxos

Data

{'content': 'ὑπέρπτωχος\n ὑπέρ-πτωχος, ον,\n exceeding poor, Arist.', 'key': 'u(pe/rptwxos'}