Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερπίπτω
ὑπερπλεονάζω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
View word page
ὑπέρπονος
ὑπέρπονος ὑπέρ-πονος, ον, quite worn out, Plut.
ShortDef
quite worn out
Debugging
Headword:
ὑπέρπονος
Headword (normalized):
ὑπέρπονος
Headword (normalized/stripped):
υπερπονος
IDX:
33826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33865
Key:
u(pe/rponos
Data
{'content': 'ὑπέρπονος\n ὑπέρ-πονος, ον,\n quite worn out, Plut.', 'key': 'u(pe/rponos'}