Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερπίμπλημι
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλεονάζω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερσεμνύνομαι
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπέρτατος
View word page
ὑπέρπολυς
ὑπέρπολυς overmuch, in pl. over many, Aesch., Xen.

ShortDef

overmuch

Debugging

Headword:
ὑπέρπολυς
Headword (normalized):
ὑπέρπολυς
Headword (normalized/stripped):
υπερπολυς
IDX:
33824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33863
Key:
u(pe/rpolus

Data

{'content': 'ὑπέρπολυς\n overmuch, in pl. over many, Aesch., Xen.', 'key': 'u(pe/rpolus'}