Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλεονάζω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
View word page
ὑπερπληρόω
ὑπερπληρόω fut. ώσω to fill overfull, Xen.:—Pass. to be overfull, to be gorged, Xen.

ShortDef

to fill overfull

Debugging

Headword:
ὑπερπληρόω
Headword (normalized):
ὑπερπληρόω
Headword (normalized/stripped):
υπερπληροω
IDX:
33819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33858
Key:
u(perplhro/w

Data

{'content': 'ὑπερπληρόω\n fut. ώσω\n to fill overfull, Xen.:—Pass. to be overfull, to be gorged, Xen.', 'key': 'u(perplhro/w'}