Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλεονάζω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτωχος
View word page
ὑπερπληθής
ὑπερπληθής ὑπερ-πληθής, ες superabundant, ὑπερπλήθη ἐξημαρτηκώς having done more misdeeds than enough, Dem.

ShortDef

superabundant

Debugging

Headword:
ὑπερπληθής
Headword (normalized):
ὑπερπληθής
Headword (normalized/stripped):
υπερπληθης
IDX:
33818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33857
Key:
u(perplh/qhs

Data

{'content': 'ὑπερπληθής\n ὑπερ-πληθής, ες\n superabundant, ὑπερπλήθη ἐξημαρτηκώς having done more misdeeds than enough, Dem.', 'key': 'u(perplh/qhs'}