Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπέρ
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλεονάζω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
View word page
ὑπερπίπτω
ὑπερπίπτω fut. -πεσοῦμαι to fall over, run over, project, Strab. of Time, to be past, gone by, Hdt.
ShortDef
to fall over, run over, project
Debugging
Headword:
ὑπερπίπτω
Headword (normalized):
ὑπερπίπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερπιπτω
IDX:
33816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33855
Key:
u(perpi/ptw
Data
{'content': 'ὑπερπίπτω\n fut. -πεσοῦμαι\n to fall over, run over, project, Strab.\n of Time, to be past, gone by, Hdt.', 'key': 'u(perpi/ptw'}