Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερπαλύνω
ὑπερπερισσεύω
ὑπέρ
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλεονάζω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπερπολάζω
ὑπέρπολυς
View word page
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπίμπλημι fut. -πλήσω to overfill: Pass., aor1 ὑπερεπλήσθην, to be overfull, Arist.;—c. gen., ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph.

ShortDef

to overfill

Debugging

Headword:
ὑπερπίμπλημι
Headword (normalized):
ὑπερπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
υπερπιμπλημι
IDX:
33814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33853
Key:
u(perpi/mplhmi

Data

{'content': 'ὑπερπίμπλημι\n fut. -πλήσω\n to overfill: Pass., aor1 ὑπερεπλήσθην, to be overfull, Arist.;—c. gen., ὑπερπλησθεὶς μέθης Soph.', 'key': 'u(perpi/mplhmi'}