Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
ἀντισύγκλητος
View word page
ἀντιστοιχέω
ἀντιστοιχέω from ἀντίστοιχος to stand opposite in rows or pairs, ἀλλήλοις Xen.: to stand vis-a-vis in a dance, Xen.

ShortDef

to stand opposite in rows

Debugging

Headword:
ἀντιστοιχέω
Headword (normalized):
ἀντιστοιχέω
Headword (normalized/stripped):
αντιστοιχεω
IDX:
3384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3385
Key:
a)ntistoixe/w

Data

{'content': 'ἀντιστοιχέω\n from ἀντίστοιχος\n to stand opposite in rows or pairs, ἀλλήλοις Xen.: to stand vis-a-vis in a dance, Xen.', 'key': 'a)ntistoixe/w'}