Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπερισσεύω
ὑπέρ
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπίνω
ὑπερπίπτω
ὑπερπλεονάζω
ὑπερπληθής
View word page
ὑπερπέταμαι
ὑπερπέταμαι aor2 -επτάμην and in act. form -έπτην Doric -έπτᾱν = ὑπερπέτομαι, Soph.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπερπέταμαι
Headword (normalized):
ὑπερπέταμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερπεταμαι
IDX:
33808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33847
Key:
u(perpe/tamai
Data
{'content': 'ὑπερπέταμαι\n aor2 -επτάμην\n and in act. form -έπτην\n Doric -έπτᾱν\n = ὑπερπέτομαι, Soph.', 'key': 'u(perpe/tamai'}