Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπερισσεύω
ὑπέρ
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλημι
ὑπερπίνω
View word page
ὑπερπερισσεύω
ὑπερπερισσεύω fut. σω Mid. to abound more and more, NTest.

ShortDef

abound much more, be in great excess

Debugging

Headword:
ὑπερπερισσεύω
Headword (normalized):
ὑπερπερισσεύω
Headword (normalized/stripped):
υπερπερισσευω
IDX:
33805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33844
Key:
u(perperisseu/omai

Data

{'content': 'ὑπερπερισσεύω\n fut. σω\n Mid. to abound more and more, NTest.', 'key': 'u(perperisseu/omai'}