Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπερισσεύω
ὑπέρ
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
View word page
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθέω fut. ήσω to be grievously distressed, ὑπερπαθήσασʼ Eur. from ὑπερπᾰθής
ShortDef
to be grievously distressed
Debugging
Headword:
ὑπερπαθέω
Headword (normalized):
ὑπερπαθέω
Headword (normalized/stripped):
υπερπαθεω
IDX:
33801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33840
Key:
u(perpaqe/w
Data
{'content': 'ὑπερπαθέω\n fut. ήσω\n to be grievously distressed, ὑπερπαθήσασʼ Eur.\n from ὑπερπᾰθής', 'key': 'u(perpaqe/w'}