Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
ἀντίστροφος
View word page
ἀντιστάτης
ἀντιστάτης ἀνθίσταμαι an opponent, adversary, Aesch.
ShortDef
an opponent, adversary
Debugging
Headword:
ἀντιστάτης
Headword (normalized):
ἀντιστάτης
Headword (normalized/stripped):
αντιστατης
IDX:
3383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3384
Key:
a)ntista/ths
Data
{'content': 'ἀντιστάτης\n ἀνθίσταμαι\n an opponent, adversary, Aesch.', 'key': 'a)ntista/ths'}