Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεροράω
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπερισσεύω
ὑπέρ
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπέταμαι
ὑπερπετάννυμι
View word page
ὑπεροψία
ὑπεροψία ὑπεροψία, ἡ, contempt, disdain for a person or thing, c. gen., Thuc., etc.: absol. haughtiness, arrogance, Isocr.

ShortDef

contempt, disdain for

Debugging

Headword:
ὑπεροψία
Headword (normalized):
ὑπεροψία
Headword (normalized/stripped):
υπεροψια
IDX:
33799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33838
Key:
u(peroyi/a

Data

{'content': 'ὑπεροψία\n ὑπεροψία, ἡ,\n contempt, disdain for a person or thing, c. gen., Thuc., etc.: absol. haughtiness, arrogance, Isocr.', 'key': 'u(peroyi/a'}