Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπεροράω
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπερισσεύω
ὑπέρ
ὑπερπερισσῶς
View word page
ὑπεροχή
ὑπεροχή ὑπεροχή, ἡ, ὑπερέχω II a projection, an eminence, Polyb. metaph. preeminence, superiority, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις Arist.
ShortDef
a projection, an eminence
Debugging
Headword:
ὑπεροχή
Headword (normalized):
ὑπεροχή
Headword (normalized/stripped):
υπεροχη
IDX:
33797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33836
Key:
u(peroxh/
Data
{'content': 'ὑπεροχή\n ὑπεροχή, ἡ,\n ὑπερέχω II\n a projection, an eminence, Polyb.\n metaph. preeminence, superiority, ἡ δὲ νίκη ὑπεροχή τις Arist.', 'key': 'u(peroxh/'}