Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέροπλος
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπεροράω
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
ὑπερπερισσεύω
View word page
ὕπερος
ὕπερος .ὕπερος, ὁ, a pestle to bray and pound with, Hes., Hdt. anything shaped like a pestle, a club, cudgel, Plut., Luc.

ShortDef

a pestle to bray and pound with

Debugging

Headword:
ὕπερος
Headword (normalized):
ὕπερος
Headword (normalized/stripped):
υπερος
IDX:
33795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33834
Key:
u(/peros

Data

{'content': 'ὕπερος\n .ὕπερος, ὁ,\n a pestle to bray and pound with, Hes., Hdt.\n anything shaped like a pestle, a club, cudgel, Plut., Luc.', 'key': 'u(/peros'}