Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπεροράω
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
ὑπερπαίω
ὑπερπαλύνω
View word page
ὑπερορρωδέω
ὑπερορρωδέω to be much afraid, τινός for one, Eur.
ShortDef
to be much afraid
Debugging
Headword:
ὑπερορρωδέω
Headword (normalized):
ὑπερορρωδέω
Headword (normalized/stripped):
υπερορρωδεω
IDX:
33794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33833
Key:
u(perorrwde/w
Data
{'content': 'ὑπερορρωδέω\n to be much afraid, τινός for one, Eur.', 'key': 'u(perorrwde/w'}