Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέροικος
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπεροράω
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
ὑπερπαθής
View word page
ὑπερόριος
ὑπερόριος ὑπερ-όριος, ον, ὅρος over the boundaries or confines, living abroad, Dem., Theocr.; ὑπ. ἀσχολία occupation in foreign parts, Thuc.; τὰ ὑπ. foreign affairs, Arist. ἡ ὑπερορία (sc. γῆ) , the country beyond oneʼs own frontiers, a foreign country, Plat., Xen. foreign to the purpose, outlandish, out-of-the-way, Aeschin.

ShortDef

over the boundaries

Debugging

Headword:
ὑπερόριος
Headword (normalized):
ὑπερόριος
Headword (normalized/stripped):
υπεροριος
IDX:
33792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33831
Key:
u(pero/rios

Data

{'content': 'ὑπερόριος\n ὑπερ-όριος, ον,\n ὅρος\n over the boundaries or confines, living abroad, Dem., Theocr.; ὑπ. ἀσχολία occupation in foreign parts, Thuc.; τὰ ὑπ. foreign affairs, Arist.\n ἡ ὑπερορία (sc. γῆ) , the country beyond oneʼs own frontiers, a foreign country, Plat., Xen.\n foreign to the purpose, outlandish, out-of-the-way, Aeschin.', 'key': 'u(pero/rios'}