Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπεροράω
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψία
ὑπερπαγής
ὑπερπαθέω
View word page
ὑπερορίζω
ὑπερορίζω fut. σω to drive beyond the frontier, banish, Plat.; in Pass., Aeschin.

ShortDef

to drive beyond the frontier, banish

Debugging

Headword:
ὑπερορίζω
Headword (normalized):
ὑπερορίζω
Headword (normalized/stripped):
υπεροριζω
IDX:
33791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33830
Key:
u(perori/zw

Data

{'content': 'ὑπερορίζω\n fut. σω\n to drive beyond the frontier, banish, Plat.; in Pass., Aeschin.', 'key': 'u(perori/zw'}