Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
ἀντιστροφή
View word page
ἀντιστατέω
ἀντιστατέω from ἀντιστάτης to resist, oppose, τινί Plat.; absol., Hdt.

ShortDef

to resist, oppose

Debugging

Headword:
ἀντιστατέω
Headword (normalized):
ἀντιστατέω
Headword (normalized/stripped):
αντιστατεω
IDX:
3382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3383
Key:
a)ntistate/w

Data

{'content': 'ἀντιστατέω\n from ἀντιστάτης\n to resist, oppose, τινί Plat.; absol., Hdt.', 'key': 'a)ntistate/w'}