ἀντιστατέω
ἀντιστατέω
from ἀντιστάτης
to resist, oppose, τινί Plat.; absol., Hdt.
{
"content": "ἀντιστατέω\n from ἀντιστάτης\n to resist, oppose, τινί Plat.; absol., Hdt.",
"key": "a)ntistate/w"
}