Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερμήκης
ὑπέρμορον
ὑπερνέφελος
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπεροράω
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
View word page
ὑπεροπλία
ὑπεροπλία ὑπεροπλία, ἡ, ὑπέροπλος overweening confidence in arms, proud defiance, presumptuousness, ὑπεροπλί_ῃσι [Epic dat. pl., with ῑ], Il.
ShortDef
overweening confidence in arms, proud defiance, presumptuousness
Debugging
Headword:
ὑπεροπλία
Headword (normalized):
ὑπεροπλία
Headword (normalized/stripped):
υπεροπλια
IDX:
33783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33822
Key:
u(peropli/a
Data
{'content': 'ὑπεροπλία\n ὑπεροπλία, ἡ,\n ὑπέροπλος\n overweening confidence in arms, proud defiance, presumptuousness, ὑπεροπλί_ῃσι [Epic dat. pl., with ῑ], Il.', 'key': 'u(peropli/a'}