Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπέρμορον
ὑπερνέφελος
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπεροράω
ὑπερορία
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
View word page
ὑπέροικος
ὑπέροικος ὑπέρ-οικος, ον, dwelling above or beyond, c. gen., Hdt.

ShortDef

dwelling above

Debugging

Headword:
ὑπέροικος
Headword (normalized):
ὑπέροικος
Headword (normalized/stripped):
υπεροικος
IDX:
33782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33821
Key:
u(pe/roikos

Data

{'content': 'ὑπέροικος\n ὑπέρ-οικος, ον,\n dwelling above or beyond, c. gen., Hdt.', 'key': 'u(pe/roikos'}