Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντισηκόω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπεδεύω
ἀντιστρέφω
View word page
ἀντιστασιώτης
ἀντιστασιώτης one of the opposite faction or party, Hdt., Xen.
ShortDef
one of the opposite faction
Debugging
Headword:
ἀντιστασιώτης
Headword (normalized):
ἀντιστασιώτης
Headword (normalized/stripped):
αντιστασιωτης
IDX:
3381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3382
Key:
a)ntistasiw/ths
Data
{'content': 'ἀντιστασιώτης\n one of the opposite faction or party, Hdt., Xen.', 'key': 'a)ntistasiw/ths'}