Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπέρμορον
ὑπερνέφελος
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπέροπτος
ὑπεροράω
ὑπερορία
View word page
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροιδαίνω to be much swollen, of a river, Anth.
ShortDef
to be much swollen
Debugging
Headword:
ὑπεροιδαίνω
Headword (normalized):
ὑπεροιδαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπεροιδαινω
IDX:
33780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33819
Key:
u(peroidai/nw
Data
{'content': 'ὑπεροιδαίνω\n to be much swollen, of a river, Anth.', 'key': 'u(peroidai/nw'}