Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέτης
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπέρμορον
ὑπερνέφελος
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὑπεροπλία
ὑπεροπλίζομαι
View word page
ὑπέρμορον
ὑπέρμορον v. μόρος ὑπὲρ μόρον.
ShortDef
beyond fate
Debugging
Headword:
ὑπέρμορον
Headword (normalized):
ὑπέρμορον
Headword (normalized/stripped):
υπερμορον
IDX:
33774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33813
Key:
u(pe/rmoron
Data
{'content': 'ὑπέρμορον\n v. μόρος\n ὑπὲρ μόρον.', 'key': 'u(pe/rmoron'}