Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέτης
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπέρμορον
ὑπερνέφελος
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὑπεροπλία
View word page
ὑπερμήκης
ὑπερμήκης ὑπερ-μήκης, ες μῆκος exceeding long, Aesch.; ἡ βασιλέος χεὶρ ὑπ. the kingʼs arm is very long, reaches very far, Hdt. exceeding high, of mountains, Hdt. ὑπερμάκης βοά a cry exceeding loud, Pind.
ShortDef
exceeding long
Debugging
Headword:
ὑπερμήκης
Headword (normalized):
ὑπερμήκης
Headword (normalized/stripped):
υπερμηκης
IDX:
33773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33812
Key:
u(permh/khs
Data
{'content': 'ὑπερμήκης\n ὑπερ-μήκης, ες\n μῆκος\n exceeding long, Aesch.; ἡ βασιλέος χεὶρ ὑπ. the kingʼs arm is very long, reaches very far, Hdt.\n exceeding high, of mountains, Hdt.\n ὑπερμάκης βοά a cry exceeding loud, Pind.', 'key': 'u(permh/khs'}