Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερμάκης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέτης
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπέρμορον
ὑπερνέφελος
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροιδαίνω
ὑπεροικέω
View word page
ὑπερμενής
ὑπερμενής ὑπερ-μενής, ές μένος exceeding mighty, exceeding strong, Hom., Hes.
ShortDef
exceeding mighty, exceeding strong
Debugging
Headword:
ὑπερμενής
Headword (normalized):
ὑπερμενής
Headword (normalized/stripped):
υπερμενης
IDX:
33771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33810
Key:
u(permenh/s
Data
{'content': 'ὑπερμενής\n ὑπερ-μενής, ές\n μένος\n exceeding mighty, exceeding strong, Hom., Hes.', 'key': 'u(permenh/s'}