Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντισεμνύνομαι
ἀντισηκόω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
ἀντιστρατοπεδεύω
View word page
ἀντίστασις
ἀντίστασις an opposite party, Plat. a standing against, resistance, Plut.

ShortDef

an opposite party

Debugging

Headword:
ἀντίστασις
Headword (normalized):
ἀντίστασις
Headword (normalized/stripped):
αντιστασις
IDX:
3380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3381
Key:
a)nti/stasis

Data

{'content': 'ἀντίστασις\n an opposite party, Plat.\n a standing against, resistance, Plut.', 'key': 'a)nti/stasis'}