Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέτης
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπέρμορον
ὑπερνέφελος
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνικάω
ὑπερνότιος
View word page
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμεθύσκομαι aor1 -εμεθύσθην Pass.:— to get (and in aor. to be) excessively drunk, Hdt.

ShortDef

to get

Debugging

Headword:
ὑπερμεθύσκομαι
Headword (normalized):
ὑπερμεθύσκομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερμεθυσκομαι
IDX:
33768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33807
Key:
u(permequ/skomai

Data

{'content': 'ὑπερμεθύσκομαι\n aor1 -εμεθύσθην\n Pass.:— to get (and in aor. to be) excessively drunk, Hdt.', 'key': 'u(permequ/skomai'}