Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέτης
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
View word page
ὑπερμάκης
ὑπερμάκης ὑπερ-μά_κης, ες Doric for ὑπερμήκης.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερμάκης
Headword (normalized):
ὑπερμάκης
Headword (normalized/stripped):
υπερμακης
IDX:
33761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33800
Key:
u(perma/khs

Data

{'content': 'ὑπερμάκης\n ὑπερ-μά_κης, ες\n Doric for ὑπερμήκης.', 'key': 'u(perma/khs'}