Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντίρροπος
ἀντισεμνύνομαι
ἀντισηκόω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
ἀντιστρατοπεδεία
View word page
ἀντιστασιάζω
ἀντιστασιάζω to form a party against, τινί Xen.; οἱ ἀντιστασιάζοντες οἱ ἀντιστασιῶται, Xen.
ShortDef
to form a party against
Debugging
Headword:
ἀντιστασιάζω
Headword (normalized):
ἀντιστασιάζω
Headword (normalized/stripped):
αντιστασιαζω
IDX:
3379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3380
Key:
a)ntistasia/zw
Data
{'content': 'ἀντιστασιάζω\n to form a party against, τινί Xen.; οἱ ἀντιστασιάζοντες οἱ ἀντιστασιῶται, Xen.', 'key': 'a)ntistasia/zw'}