Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέτης
ὑπερμενέων
View word page
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμαίνομαι fut. -μανοῦμαι aor. -εμάνην Pass. to be or go stark mad, Ar.

ShortDef

to be or go stark mad

Debugging

Headword:
ὑπερμαίνομαι
Headword (normalized):
ὑπερμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερμαινομαι
IDX:
33760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33799
Key:
u(permai/nomai

Data

{'content': 'ὑπερμαίνομαι\n fut. -μανοῦμαι\n aor. -εμάνην\n Pass. to be or go stark mad, Ar.', 'key': 'u(permai/nomai'}