Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
View word page
ὑπερλυπέομαι
ὑπερλυπέομαι Pass. to be vexed beyond measure, Hdt.

ShortDef

to be vexed beyond measure

Debugging

Headword:
ὑπερλυπέομαι
Headword (normalized):
ὑπερλυπέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερλυπεομαι
IDX:
33758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33797
Key:
u(perlupe/omai

Data

{'content': 'ὑπερλυπέομαι\n Pass. to be vexed beyond measure, Hdt.', 'key': 'u(perlupe/omai'}