Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπέρμαχος
ὑπέρμεγας
View word page
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλαμπρύνομαι Pass. to make a splendid show: to shew great eagerness, Xen.
ShortDef
to make a splendid show: to shew great eagerness
Debugging
Headword:
ὑπερλαμπρύνομαι
Headword (normalized):
ὑπερλαμπρύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερλαμπρυνομαι
IDX:
33756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33795
Key:
u(perlampru/nomai
Data
{'content': 'ὑπερλαμπρύνομαι\n Pass. to make a splendid show: to shew great eagerness, Xen.', 'key': 'u(perlampru/nomai'}