Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
View word page
ὑπερκύπτω
ὑπερκύπτω fut. ψω to stretch and peep over, Plat.; c. gen., Luc. to step beyond, overstep, c. acc., Anth.

ShortDef

to stretch and peep over

Debugging

Headword:
ὑπερκύπτω
Headword (normalized):
ὑπερκύπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερκυπτω
IDX:
33754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33793
Key:
u(perku/ptw

Data

{'content': 'ὑπερκύπτω\n fut. ψω\n to stretch and peep over, Plat.; c. gen., Luc.\n to step beyond, overstep, c. acc., Anth.', 'key': 'u(perku/ptw'}