Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
ὑπερμαχέω
View word page
ὑπερκτάομαι
ὑπερκτάομαι fut. -κτήσομαι Dep. to acquire over and above, Soph.
ShortDef
to acquire over and above
Debugging
Headword:
ὑπερκτάομαι
Headword (normalized):
ὑπερκτάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκταομαι
IDX:
33752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33791
Key:
u(perkta/omai
Data
{'content': 'ὑπερκτάομαι\n fut. -κτήσομαι\n Dep. to acquire over and above, Soph.', 'key': 'u(perkta/omai'}