Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμάκης
View word page
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκρεμάννυμι fut. -κρεμάσω to hang up over, ὑπ. ἄτην τινί Pind.:—Pass. to impend, Theogn.

ShortDef

to hang up over

Debugging

Headword:
ὑπερκρεμάννυμι
Headword (normalized):
ὑπερκρεμάννυμι
Headword (normalized/stripped):
υπερκρεμαννυμι
IDX:
33751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33790
Key:
u(perkrema/nnumi

Data

{'content': 'ὑπερκρεμάννυμι\n fut. -κρεμάσω\n to hang up over, ὑπ. ἄτην τινί Pind.:—Pass. to impend, Theogn.', 'key': 'u(perkrema/nnumi'}