Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντιρρέπω
ἀντίρροπος
ἀντισεμνύνομαι
ἀντισηκόω
ἀντισκευάζομαι
ἀντισήκωσις
ἀντισκώπτω
ἀντισόομαι
ἀντίσπαστος
ἀντισπάω
ἀντίσταθμος
ἀντιστασιάζω
ἀντίστασις
ἀντιστασιώτης
ἀντιστατέω
ἀντιστάτης
ἀντιστοιχέω
ἀντίστοιχος
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατηγέω
ἀντιστράτηγος
View word page
ἀντίσταθμος
ἀντίσταθμος στάθμη counterpoising: in compensation for, c. gen., Soph.
ShortDef
counterpoising: in compensation for
Debugging
Headword:
ἀντίσταθμος
Headword (normalized):
ἀντίσταθμος
Headword (normalized/stripped):
αντισταθμος
IDX:
3378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3379
Key:
a)nti/staqmos
Data
{'content': 'ἀντίσταθμος\n στάθμη\n counterpoising: in compensation for, c. gen., Soph.', 'key': 'a)nti/staqmos'}