Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
ὑπερμαίνομαι
View word page
ὑπέρκοτος
ὑπέρκοτος ὑπέρ-κοτος, ον, exceeding angry, cruel, Aesch.:— adv. -τως, Eur.

ShortDef

exceeding angry, cruel

Debugging

Headword:
ὑπέρκοτος
Headword (normalized):
ὑπέρκοτος
Headword (normalized/stripped):
υπερκοτος
IDX:
33750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33789
Key:
u(pe/rkotos

Data

{'content': 'ὑπέρκοτος\n ὑπέρ-κοτος, ον,\n exceeding angry, cruel, Aesch.:— adv. -τως, Eur.', 'key': 'u(pe/rkotos'}