Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
ὑπερμαζάω
View word page
ὑπερκορέννυμι
ὑπερκορέννυμι fut. -κορέσω to over-fill or glut, τινά τινος one with a thing, Theogn.
ShortDef
to over-fill
Debugging
Headword:
ὑπερκορέννυμι
Headword (normalized):
ὑπερκορέννυμι
Headword (normalized/stripped):
υπερκορεννυμι
IDX:
33749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33788
Key:
u(perkore/nnumi
Data
{'content': 'ὑπερκορέννυμι\n fut. -κορέσω\n to over-fill or glut, τινά τινος one with a thing, Theogn.', 'key': 'u(perkore/nnumi'}