Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
ὑπερλυπέομαι
View word page
ὑπέρκοπος
ὑπέρκοπος ὑπέρ-κοπος, ον, κόπτω overstepping all bounds, extravagant, arrogant, Aesch., Soph.:—adv. -πως, excessively, Aesch.
ShortDef
overstepping all bounds, extravagant, arrogant
Debugging
Headword:
ὑπέρκοπος
Headword (normalized):
ὑπέρκοπος
Headword (normalized/stripped):
υπερκοπος
IDX:
33748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33787
Key:
u(pe/rkopos
Data
{'content': 'ὑπέρκοπος\n ὑπέρ-κοπος, ον,\n κόπτω\n overstepping all bounds, extravagant, arrogant, Aesch., Soph.:—adv. -πως, excessively, Aesch.', 'key': 'u(pe/rkopos'}