Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρύνομαι
ὑπερλίαν
View word page
ὑπέρκομπος
ὑπέρκομπος ὑπέρ-κομπος, ον, overweening, arrogant, Aesch.
ShortDef
overweening, arrogant
Debugging
Headword:
ὑπέρκομπος
Headword (normalized):
ὑπέρκομπος
Headword (normalized/stripped):
υπερκομπος
IDX:
33747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33786
Key:
u(pe/rkompos
Data
{'content': 'ὑπέρκομπος\n ὑπέρ-κομπος, ον,\n overweening, arrogant, Aesch.', 'key': 'u(pe/rkompos'}