Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
View word page
ὑπερκολακεύω
ὑπερκολακεύω fut. σω to flatter immoderately, Dem.

ShortDef

to flatter immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερκολακεύω
Headword (normalized):
ὑπερκολακεύω
Headword (normalized/stripped):
υπερκολακευω
IDX:
33745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33784
Key:
u(perkolakeu/w

Data

{'content': 'ὑπερκολακεύω\n fut. σω\n to flatter immoderately, Dem.', 'key': 'u(perkolakeu/w'}