Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
ὑπερκύπτω
View word page
ὑπερκλύζω
ὑπερκλύζω fut. σω to overflow, Strab.

ShortDef

to overflow

Debugging

Headword:
ὑπερκλύζω
Headword (normalized):
ὑπερκλύζω
Headword (normalized/stripped):
υπερκλυζω
IDX:
33744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33783
Key:
u(perklu/zw

Data

{'content': 'ὑπερκλύζω\n fut. σω\n to overflow, Strab.', 'key': 'u(perklu/zw'}