Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκύδας
View word page
ὑπερκέρασις
ὑπερκέρασις ὑπερ-κέρασις, εως, an outflanking on one wing, Polyb.
ShortDef
an outflanking on one wing
Debugging
Headword:
ὑπερκέρασις
Headword (normalized):
ὑπερκέρασις
Headword (normalized/stripped):
υπερκερασις
IDX:
33743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33782
Key:
u(perke/rasis
Data
{'content': 'ὑπερκέρασις\n ὑπερ-κέρασις, εως,\n an outflanking on one wing, Polyb.', 'key': 'u(perke/rasis'}