Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
ὑπερκρεμάννυμι
View word page
ὑπέρκειμαι
ὑπέρκειμαι Dep. to lie or be situate above, Isocr. to be postponed, Luc.
ShortDef
to lie
Debugging
Headword:
ὑπέρκειμαι
Headword (normalized):
ὑπέρκειμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκειμαι
IDX:
33741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33780
Key:
u(pe/rkeimai
Data
{'content': 'ὑπέρκειμαι\n Dep.\n to lie or be situate above, Isocr.\n to be postponed, Luc.', 'key': 'u(pe/rkeimai'}