Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
ὑπέρκοτος
View word page
ὑπερκαχλάζω
ὑπερκαχλάζω fut. σω to run bubbling over, Luc.
ShortDef
to run bubbling over
Debugging
Headword:
ὑπερκαχλάζω
Headword (normalized):
ὑπερκαχλάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερκαχλαζω
IDX:
33740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33779
Key:
u(perkaxla/zw
Data
{'content': 'ὑπερκαχλάζω\n fut. σω\n to run bubbling over, Luc.', 'key': 'u(perkaxla/zw'}