Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννυμι
View word page
ὑπερκατηφής
ὑπερκατηφής ὑπερ-κατηφής, ές very distressing, Luc.
ShortDef
very distressing
Debugging
Headword:
ὑπερκατηφής
Headword (normalized):
ὑπερκατηφής
Headword (normalized/stripped):
υπερκατηφης
IDX:
33739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33778
Key:
u(perkathfh/s
Data
{'content': 'ὑπερκατηφής\n ὑπερ-κατηφής, ές\n very distressing, Luc.', 'key': 'u(perkathfh/s'}