Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
ὑπερκομίζω
ὑπέρκομπος
View word page
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκαταγέλαστος ὑπερ-καταγέλαστος, ον, exceedingly absurd, Aeschin.

ShortDef

exceedingly absurd

Debugging

Headword:
ὑπερκαταγέλαστος
Headword (normalized):
ὑπερκαταγέλαστος
Headword (normalized/stripped):
υπερκαταγελαστος
IDX:
33737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33776
Key:
u(perkatage/lastos

Data

{'content': 'ὑπερκαταγέλαστος\n ὑπερ-καταγέλαστος, ον,\n exceedingly absurd, Aeschin.', 'key': 'u(perkatage/lastos'}