Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχυρος
ὑπερίσχω
Ὑπερίων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπερκατηφής
ὑπερκαχλάζω
ὑπέρκειμαι
ὑπερκενόω
ὑπερκέρασις
ὑπερκλύζω
ὑπερκολακεύω
View word page
ὑπερκάμνω
ὑπερκάμνω to suffer or labour for, τινός Eur.
ShortDef
to suffer
Debugging
Headword:
ὑπερκάμνω
Headword (normalized):
ὑπερκάμνω
Headword (normalized/stripped):
υπερκαμνω
IDX:
33735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n33774
Key:
u(perka/mnw
Data
{'content': 'ὑπερκάμνω\n to suffer or labour for, τινός Eur.', 'key': 'u(perka/mnw'}